μαρτυρολόγια

μαρτυρολόγια
Κείμενα της χριστιανικής λαϊκής ιστοριογραφίας, τα οποία αφηγούνται τις πράξεις των μαρτύρων της χριστιανικής πίστης. Τα κείμενα αυτά, γραμμένα στη λατινική ή στην ελληνική, διακρίνονται σε Πράξεις (Acta), τις οποίες οι ιστορικοί θεωρούν ως αναπαραγωγή των πρακτικών των δικών, και σε Πάθη (Passiones), αφηγήσεις γραμμένες από ανώνυμους συγγραφείς με βάση προφορικές ή γραπτές πηγές. Ανάμεσα στα παλαιότερα κείμενα, η προέλευση των οποίων χρονολογείται στα τέλη του 2ου αι., περιλαμβάνεται η περιγραφή του μαρτυρίου του επισκόπου Πολυκάρπου και των χριστιανών της Λιόν και της Βιέν, που αναφέρονται στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου, οι πράξεις των Σικελών μαρτύρων, της Περπέτουας και της Φελίτσιτας, του Μοντάνου και του Λευκίου, του Κυπριανού επισκόπου Ταρραγώνος, του Μαξιμιλιανού, του Ακάκιου κ.ά. Ωστόσο αυτές οι μαρτυρολογικές αφηγήσεις έχουν συντεθεί σε εποχή μεταγενέστερη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Εκείνη την εποχή οι βιογραφίες των μαρτύρων πλουτίζονταν, διανθίζονταν με φανταστικά γεγονότα από τους ανώνυμους συντάκτες, οι οποίοι επινοούσαν υπερφυσικά γεγονότα προκειμένου να εξυψώσουν τη μορφή του μάρτυρα. Οι κριτικοί δεν αποδίδουν στα έργα αυτά καμιά ιστορική αξία, ωστόσο τα μ. αντιπροσωπεύουν μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της χριστιανικής πνευματικής παράδοσης. Ο θρύλος του μαρτυρίου της αγίας της Δυτ. Εκκλησίας Ούρσουλας και των έντεκα χιλιάδων παρθένων από ένα «Πάθος» του 10ου αι., σε απεικόνιση ανώνυμου Φλαμανδού ζωγράφου στο «Chasse de Sainte Odile» (1292) (Μονή της Παναγίας του Κόντεν, Κερνιέλ, Βέλγιο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • моученикословиѥ — МОУЧЕНИКОСЛОВИ|Ѥ (1*), ˫А с. Повествование о страданиях христианских мучеников: Лъжа˫а ѿ истиньныхъ врагъ съставлена˫а. мч҃нкослови˫а. и ˫ако (да) х(с)вы мч҃нкы бещѣствѹюще. (μαρτυρολογία) ПНЧ 1296, 136 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άκτα — Εκκλησιαστικά κείμενα της Δυτ. Εκκλησίας στα οποία περιγράφονται όλα τα γεγονότα τα σχετικά με τη ζωή, τη δράση και τα μαρτύρια των αγίων. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη acta που σημαίνει πράξεις. Acta Sanctorum (Πράξεις αγίων). Τεράστια… …   Dictionary of Greek

  • λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η …   Dictionary of Greek

  • ψευδομαρτυρολόγια — τὰ, Μ ψεύτικα, πλαστά μαρτυρολόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μαρτυρολόγιον] …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη (αγία) — (Αλεξάνδρεια τέλη 3ου αι. – 305 ή 307 μ.Χ.). Αγία, μεγαλομάρτυρας του χριστιανισμού, η πανεύφημος νύμφη του Χριστού. Τιμάται εξίσου λαμπρά και από την Ορθόδοξη και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι το γένος της …   Dictionary of Greek

  • νεομάρτυρες — Ονομάστηκαν ν. από την Ορθόδοξη Εκκλησία όσοι υπέστησαν, μετά την Άλωση (1453), διωγμούς και μαρτυρικό θάνατο, για να μην εξισλαμιστούν. Οι ν. κατατάσσονται μεταξύ των αγίων, αλλά δεν τιμώνται με κανονική διατύπωση της Μεγάλης Εκκλησίας. Εξαίρεση …   Dictionary of Greek

  • Πασχάλιον Χρονικόν — Εκτεταμένο βυζαντινό χρονικό γραμμένο από άγνωστο κληρικό της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610 – 641). Η ονομασία αυτή δόθηκε από τον εκδότη του Ντι Κανζ λόγω του γεγονότος ότι το χρονικό έχει ως βάση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”